λεύκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεύκη οι λεύκες
      γενική της λεύκης των λευκών
    αιτιατική τη λεύκη τις λεύκες
     κλητική λεύκη λεύκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεύκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λεύκη < λευκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewk- (λαμπρός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlef.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεύκη
τονικό παρώνυμο: λευκή

Ουσιαστικό

λεύκη θηλυκό

  1. (ιατρική) δερματική πάθηση που συνίσταται στην εμφάνιση λευκών κηλίδων σε ένα ή σε περισσότερα σημεία του δέρματος
      Οι λευκές κηλίδες, ως αποτέλεσμα του σταδιακού αποχρωματισμού, είναι πρόβλημα για όσους πάσχουν από λεύκη (περίπου το 1%-2% του παγκόσμιου πληθυσμού, γύρω στα 40-50 εκατομμύρια άνθρωποι). (* εφημεδίρα Το Βήμα)
  2. (δέντρο, λόγιο) η λεύκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.