λεύκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεύκη | οι | λεύκες |
| γενική | της | λεύκης | των | λευκών |
| αιτιατική | τη | λεύκη | τις | λεύκες |
| κλητική | λεύκη | λεύκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεύκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λεύκη < λευκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewk- (λαμπρός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlef.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεύ‐κη
- τονικό παρώνυμο: λευκή
Ουσιαστικό
λεύκη θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λευκός
-
λεύκη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
