ξάσπρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάσπρισμα τα ξασπρίσματα
      γενική του ξασπρίσματος των ξασπρισμάτων
    αιτιατική το ξάσπρισμα τα ξασπρίσματα
     κλητική ξάσπρισμα ξασπρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξάσπρισμα < ξασπρίζω

Ουσιαστικό

ξάσπρισμα ουδέτερο

  1. το άσπρισμα στους τοίχους ενός σπιτιού ή κτιρίου, συνήθως όμως μικρού οικοδομήματος
  2. το ξεθώριασμα, ο αποχρωματισμός (για ύφασμα) από τα πολλά πλυσίματα ή γενικά τη φθορά που υπέστη λόγω χρήσης ή από την έκθεση στον ήλιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.