ξάσπρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξάσπρισμα | τα | ξασπρίσματα |
| γενική | του | ξασπρίσματος | των | ξασπρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξάσπρισμα | τα | ξασπρίσματα |
| κλητική | ξάσπρισμα | ξασπρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξάσπρισμα < ξασπρίζω
Ουσιαστικό
ξάσπρισμα ουδέτερο
- το άσπρισμα στους τοίχους ενός σπιτιού ή κτιρίου, συνήθως όμως μικρού οικοδομήματος
- το ξεθώριασμα, ο αποχρωματισμός (για ύφασμα) από τα πολλά πλυσίματα ή γενικά τη φθορά που υπέστη λόγω χρήσης ή από την έκθεση στον ήλιο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.