λεύκανσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεύκανσῐς αἱ λευκάνσεις
      γενική τῆς λευκάνσεως τῶν λευκάνσεων
      δοτική τῇ λευκάνσει ταῖς λευκάνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λεύκανσῐν τὰς λευκάνσεις
     κλητική ! λεύκανσῐ λευκάνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λευκάνσει
γεν-δοτ τοῖν  λευκανσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεύκανσις < λευκαίνω, λευκαν- + -σις

Ουσιαστικό

λεύκανσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • λεύκωσις (η λευκότητα)

 και δείτε τις λέξεις λευκαίνω και λευκός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.