λευκασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκασμένος η λευκασμένη το λευκασμένο
      γενική του λευκασμένου της λευκασμένης του λευκασμένου
    αιτιατική τον λευκασμένο τη λευκασμένη το λευκασμένο
     κλητική λευκασμένε λευκασμένη λευκασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκασμένοι οι λευκασμένες τα λευκασμένα
      γενική των λευκασμένων των λευκασμένων των λευκασμένων
    αιτιατική τους λευκασμένους τις λευκασμένες τα λευκασμένα
     κλητική λευκασμένοι λευκασμένες λευκασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

λευκασμένος, -η, -ο


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.