λεύκασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεύκασμα τα λευκάσματα
      γενική του λευκάσματος των λευκασμάτων
    αιτιατική το λεύκασμα τα λευκάσματα
     κλητική λεύκασμα λευκάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεύκασμα < (λευκαίνω) λευκα(ν)- + -σμα[1]

Ουσιαστικό

λεύκασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.