λευκαντής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λευκαντής οι λευκαντές
      γενική του λευκαντή των λευκαντών
    αιτιατική τον λευκαντή τους λευκαντές
     κλητική λευκαντή λευκαντές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λευκαντής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λευκαντής αρσενικό (θηλυκό λευκάντρια)

  • (επάγγελμα) εργαζόμενος στη λεύκανση υφασμάτων, δηλαδή στην επεξεργασία απομάκρυνσης διάφορων φυσικών χρωστικών ουσιών και παραφινών που υπάρχουν ως υπολείμματα σε ένα πρωτογενές ύφασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.