λεπρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπρός η λεπρή το λεπρό
      γενική του λεπρού της λεπρής του λεπρού
    αιτιατική τον λεπρό τη λεπρή το λεπρό
     κλητική λεπρέ λεπρή λεπρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπροί οι λεπρές τα λεπρά
      γενική των λεπρών των λεπρών των λεπρών
    αιτιατική τους λεπρούς τις λεπρές τα λεπρά
     κλητική λεπροί λεπρές λεπρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λεπρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λεπρός < λέπω (ξεφλουδίζω)

Επίθετο

λεπρός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λεπρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λεπρός < λέπω (ξεφλουδίζω)

Επίθετο

λεπρός, -ή, -ό

Συνώνυμα

  • λεπρίτης (υβριστικό)
  • λεπρόζος (σε κκυπριακά κείμενα)

Συγγενικά

  • λέπρα
  • λεπριάζω
  • λεπρίτης
  • λεπρόζος
  • λεπροπόδαρος
  • λεπρώνομαι

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

λεπρός < λέπ(ω) (ξεφλουδίζω) + -ρός

Επίθετο

λεπρός, -ά, -όν

Συγγενικά

  • ἐκλεπρόω
  • λέπρα
  • λεπράς
  • λεπραίνομαι
  • λεπράω
  • λεπριάω
  • λεπρικός
  • λεπρόομαι
  • λεπρύνομαι
  • λεπρώδης
  • λέπρωσις
  • ὑπόλεπρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.