λωβιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λωβιασμένος | η | λωβιασμένη | το | λωβιασμένο |
| γενική | του | λωβιασμένου | της | λωβιασμένης | του | λωβιασμένου |
| αιτιατική | τον | λωβιασμένο | τη | λωβιασμένη | το | λωβιασμένο |
| κλητική | λωβιασμένε | λωβιασμένη | λωβιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λωβιασμένοι | οι | λωβιασμένες | τα | λωβιασμένα |
| γενική | των | λωβιασμένων | των | λωβιασμένων | των | λωβιασμένων |
| αιτιατική | τους | λωβιασμένους | τις | λωβιασμένες | τα | λωβιασμένα |
| κλητική | λωβιασμένοι | λωβιασμένες | λωβιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λωβιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λωβιάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /lo.vʝaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λω‐βια‐σμέ‐νος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λώβα
Μεταφράσεις
λωβιασμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.