χανσενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χανσενικός | η | χανσενική | το | χανσενικό |
| γενική | του | χανσενικού | της | χανσενικής | του | χανσενικού |
| αιτιατική | τον | χανσενικό | τη | χανσενική | το | χανσενικό |
| κλητική | χανσενικέ | χανσενική | χανσενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χανσενικοί | οι | χανσενικές | τα | χανσενικά |
| γενική | των | χανσενικών | των | χανσενικών | των | χανσενικών |
| αιτιατική | τους | χανσενικούς | τις | χανσενικές | τα | χανσενικά |
| κλητική | χανσενικοί | χανσενικές | χανσενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χανσενικός < από τον γιατρό G.H.Hansen που ανακάλυψε το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας
Επίθετο
χανσενικός, -ή, -ό
- που πάσχει από τη νόσο του Χάνσεν, ο λεπρός (χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό)
Μεταφράσεις
χανσενικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.