λέπρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λέπρα | οι | λέπρες |
| γενική | της | λέπρας | — | |
| αιτιατική | τη | λέπρα | τις | λέπρες |
| κλητική | λέπρα | λέπρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λέπρα θηλυκό
- (ιατρική) χρόνια λοιμώδης ασθένεια του ανθρώπου, που προκαλείται από τα μυκοβακτήρια mycobacterium leprae και mycobacterium lepromatosis
- (μεταφορικά) κάτι κακό που διασπείρεται εύκολα και γρήγορα
- (μεταφορικά) κάτι υπερβολικά βρόμικο
-
λέπρα στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
