λωβιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λωβιάρης | η | λωβιάρα | το | λωβιάρικο |
| γενική | του | λωβιάρη | της | λωβιάρας | του | λωβιάρικου |
| αιτιατική | τον | λωβιάρη | τη | λωβιάρα | το | λωβιάρικο |
| κλητική | λωβιάρη | λωβιάρα | λωβιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λωβιάρηδες | οι | λωβιάρες | τα | λωβιάρικα |
| γενική | των | λωβιάρηδων | — | των | λωβιάρικων | |
| αιτιατική | τους | λωβιάρηδες | τις | λωβιάρες | τα | λωβιάρικα |
| κλητική | λωβιάρηδες | λωβιάρες | λωβιάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /loˈvʝa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λω‐βιά‐της
Μεταφράσεις
λωβιάρης
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.