λεπροκομείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεπροκομείο τα λεπροκομεία
      γενική του λεπροκομείου των λεπροκομείων
    αιτιατική το λεπροκομείο τα λεπροκομεία
     κλητική λεπροκομείο λεπροκομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεπροκομείο < λεπρός + -κομείο

Ουσιαστικό

λεπροκομείο ουδέτερο

  • ίδρυμα όπου περιθάλπονται αυτοί που έχουν λέπρα
      Σπούδασε γιατρός και έκαμε την ιατρική του εξάσκηση και ειδίκευση σε λεπροκομείο. (Έλλη Αλεξίου (1974) Ερνέστο Γκεβάρα [δοκίμιο])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.