λαίμαργος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαίμαργος | η | λαίμαργη | το | λαίμαργο |
| γενική | του | λαίμαργου | της | λαίμαργης | του | λαίμαργου |
| αιτιατική | τον | λαίμαργο | τη | λαίμαργη | το | λαίμαργο |
| κλητική | λαίμαργε | λαίμαργη | λαίμαργο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαίμαργοι | οι | λαίμαργες | τα | λαίμαργα |
| γενική | των | λαίμαργων | των | λαίμαργων | των | λαίμαργων |
| αιτιατική | τους | λαίμαργους | τις | λαίμαργες | τα | λαίμαργα |
| κλητική | λαίμαργοι | λαίμαργες | λαίμαργα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λαίμαργος < αρχαία ελληνική λαίμαργος < λαιμός + μάργος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈle.maɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λαί‐μα‐ργος
Επίθετο
λαίμαργος, -η, -ο
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.