λιμασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιμασμένος η λιμασμένη το λιμασμένο
      γενική του λιμασμένου της λιμασμένης του λιμασμένου
    αιτιατική τον λιμασμένο τη λιμασμένη το λιμασμένο
     κλητική λιμασμένε λιμασμένη λιμασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιμασμένοι οι λιμασμένες τα λιμασμένα
      γενική των λιμασμένων των λιμασμένων των λιμασμένων
    αιτιατική τους λιμασμένους τις λιμασμένες τα λιμασμένα
     κλητική λιμασμένοι λιμασμένες λιμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιμασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου λιμάζω

Μετοχή

λιμασμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.