όρεξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | όρεξη | οι | ορέξεις |
| γενική | της | όρεξης* | των | ορέξεων |
| αιτιατική | την | όρεξη | τις | ορέξεις |
| κλητική | όρεξη | ορέξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ορέξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όρεξη < αρχαία ελληνική ὄρεξις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.ɾe.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐ρε‐ξη
Ουσιαστικό
όρεξη θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ορέγομαι
Εκφράσεις
- αφήνω με την όρεξη
- τρώγοντας έρχεται η όρεξη
- περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, περί ορέξεως ουδείς λόγος
Μεταφράσεις
όρεξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.