πειναλέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πειναλέος | η | πειναλέα | το | πειναλέο |
| γενική | του | πειναλέου | της | πειναλέας | του | πειναλέου |
| αιτιατική | τον | πειναλέο | την | πειναλέα | το | πειναλέο |
| κλητική | πειναλέε | πειναλέα | πειναλέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πειναλέοι | οι | πειναλέες | τα | πειναλέα |
| γενική | των | πειναλέων | των | πειναλέων | των | πειναλέων |
| αιτιατική | τους | πειναλέους | τις | πειναλέες | τα | πειναλέα |
| κλητική | πειναλέοι | πειναλέες | πειναλέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πειναλέος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πειναλέος < → δείτε αρχαία ελληνική πεῖνα + -αλέος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.naˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐να‐λέ‐ος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πείνα
Πηγές
- πειναλέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πειναλέος | ἡ | πειναλέᾱ | τὸ | πειναλέον |
| γενική | τοῦ | πειναλέου | τῆς | πειναλέᾱς | τοῦ | πειναλέου |
| δοτική | τῷ | πειναλέῳ | τῇ | πειναλέᾳ | τῷ | πειναλέῳ |
| αιτιατική | τὸν | πειναλέον | τὴν | πειναλέᾱν | τὸ | πειναλέον |
| κλητική ὦ! | πειναλέε | πειναλέᾱ | πειναλέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πειναλέοι | αἱ | πειναλέαι | τὰ | πειναλέᾰ |
| γενική | τῶν | πειναλέων | τῶν | πειναλέων | τῶν | πειναλέων |
| δοτική | τοῖς | πειναλέοις | ταῖς | πειναλέαις | τοῖς | πειναλέοις |
| αιτιατική | τοὺς | πειναλέους | τὰς | πειναλέᾱς | τὰ | πειναλέᾰ |
| κλητική ὦ! | πειναλέοι | πειναλέαι | πειναλέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πειναλέω | τὼ | πειναλέᾱ | τὼ | πειναλέω |
| γεν-δοτ | τοῖν | πειναλέοιν | τοῖν | πειναλέαιν | τοῖν | πειναλέοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πειναλέος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πεῖν(α) + -αλέος[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πειναλέος (με λίγο διαφορετική σημασία)
Αναφορές
- «πείνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πειναλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πειναλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.