βουλιμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουλιμία οι βουλιμίες
      γενική της βουλιμίας των βουλιμιών
    αιτιατική τη βουλιμία τις βουλιμίες
     κλητική βουλιμία βουλιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουλιμία < αρχαία ελληνική βουλιμία / βούλιμος < βοῦς + λιμός

Ουσιαστικό

βουλιμία θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.