λιγούρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λιγούρης | οι | λιγούρηδες |
| γενική | του | λιγούρη | των | λιγούρηδων |
| αιτιατική | τον | λιγούρη | τους | λιγούρηδες |
| κλητική | λιγούρη | λιγούρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιγούρης < λιγούρα + -ης < λιγώνω < ελληνιστική κοινή ὀλιγόω / ὀλιγῶ < αρχαία ελληνική ὀλίγος
Ουσιαστικό
λιγούρης αρσενικό
- αυτός που ορέγεται κάτι (φαγητό) έντονα
- (μειωτικό) ο πεινάλας
- (μεταφορικά) ο πάμφτωχος ή αυτός που αποζητά να εκμεταλλευτεί κάθε υποψία ευκαιρίας για οικονομικό όφελος ή κέρδος (από τρίτους ή καταστάσεις), ενίοτε με μηδαμινό ή δίχως κανένα αντάλλαγμα
- μαζεύεται ο κάθε λιγούρης να δει τι θα προλάβει ν' αρπάξει απ' το ξεπούλημα
- (μεταφορικά) (μειωτικό) ο στερημένος οικονομικά ή σεξουαλικά
- κοίτα τον λιγούρη πώς κοιτάει τις κοπελίτσες
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λιγούρα, λιγουρεύομαι και λίγος
Μεταφράσεις
λιγούρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.