λέων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λέων | οι | λέοντες |
| γενική | του | λέοντος | των | λεόντων |
| αιτιατική | τον | λέοντα | τους | λέοντες |
| κλητική | λέων & λέον* |
λέοντες | ||
| * Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και την κλίση του λέοντας. | ||||
| Κατηγορία όπως «θεράπων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λέων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λέων, → δείτε και τη λέξη λιοντάρι
Ουσιαστικό
λέων αρσενικό (θηλυκό λέαινα)
- (λόγιο) λιοντάρι
- σε παγιωμένες εκφράσεις
- ↪ η πύλη των λεόντων της ακρόπολης των Μυκηνών
- ↪ ο Λέων της Χαιρώνειας, της Νεμέας, της Αμφίπολης
- συνήθως μεταφορικά ανδρείος, σπουδαίος
- ↪ Ήταν ο λέων της δημοσιογραφίας.
- → δείτε τη λέξη Λέων (όνομα, ζώδιο)
- σε παγιωμένες εκφράσεις
Εκφράσεις
- ένας αλλά λέων
- εξ όνυχος τον λέοντα
- μερίδα του λέοντος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λέων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λέων
επίσης
Συγγενικά
|
με λέων
|
με λεοντο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λεοντο- στο Βικιλεξικό όπως
|
→ και δείτε τη λέξη λεοντάριν για θέμα λεονταρ-
Πηγές
- λέων - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λέων | οἱ | λέοντες |
| γενική | τοῦ | λέοντος | τῶν | λεόντων |
| δοτική | τῷ | λέοντῐ | τοῖς | λέουσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | λέοντᾰ | τοὺς | λέοντᾰς |
| κλητική ὦ! | λέον | λέοντες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λέοντε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λεόντοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λέων < θέμα *λεϜοντ- χωρίς ικανοποιητική ετυμολογία. Πιθανολογείται δάνειο σημιτικής προέλευσης , όπως από την ακκαδική 𒌨 (labbu), την πρωτοσημιτική *labiʾ-en.wikt, αλλά μάλλον δεν ευσταθεί[1] όπως δείχνουν φωνητικές διαφορές. Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀩𐀺𐀠 (οργανική πληθυντικού *λέϜοντ-φι). Δείτε τους #Απογόνους, τη λατινική leo με νέο θέμα -n (leonis.
- Η εικαζόμενη πιθανότητα αρχικού θέματος σε -ν (όπως δείχνει το θηλυκό λέαινα, και όχι λεοντσα > *λέουσα, δείτε και το «δράκων», δράκαινα), μάλλον δεν ευσταθεί, όπως φαίνεται στο θέμα σε -ντ της μυκηναϊκής.[2] Για τα nt-θέματα, με την επίδραση του θέματος της ενεργητικής μετοχής σε -ντ (-ων, -οντος) δείτε τον Chantrain (1933:268[3])
Εκφράσεις
- ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα (εξ όνυχος τον λέοντα)
Παράγωγα
- λεοντάγχης
- λεοντάριον
- λεοντέη
- λεοντεία
- λεόντειος
- λεόντεος
- λεοντεύς
- λεοντηδόν
- λεοντιανός
- λεοντίασις
- λεοντιάω, -ῶ
- λεοντιδεύς
- λεοντική
- λεοντικός
- λεόντιον
- λεόντιος
- Λεόντιος (όνομα & συγγενικά ονόματα)
- λεοντίς
- λεοντώδης
- λεοντών
Σύνθετα
- θυμολέαινα
- Τιμολεόντειον
- -λέων & Ανδρικά ονόματα σε -λέων
- λεοντο-, λεοντό-, λεοντ- & Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λεοντο- στο Βικιλεξικό όπως
- θυμολεοντοφθόρος
- λεοντοβάμων
- λεοντόβασις
- λεοντοβότος
- λεοντόβοτος
- λεοντοδάμας
- λεοντοδέρης
- λεοντόδιφρος
- λεοντοειδής
- λεοντοφόνος
- λεοντοφόρος
- λεοντοφυής
- λεοντοκέφαλος
- λεοντοκόμος
- λεοντόκρανον
- λεοντόκρουνον
- λεοντομάχος
- λεοντομιγής
- λεοντόμορφος
- λεοντομύρμηξ
- λεοντοπέταλον
- λεοντοπόδιον
- λεοντόπους
- λεοντοπρόσωπος
- λεοντοτροφία
- λεοντοῦχος
- λεοντόχασμα
- λεοντόχλαινος
- λεοντόχορτος
- λεοντόχρους
- λεοντόψυχος
Απόγονοι
λέων (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: λέων, λέοντας
- ⇘ νέα ελληνικά: λέων
- ↷ λατινικά: leō
- → ιταλικά: leone
- και δείτε περισσότερους απογόνους στο αγγλικό Βικιλεξικό
Από το υποκοριστικό λεοντάριον (ελληνιστική κοινή)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: λεοντάριν, λιόντας
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- λέων σελ. 854 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- §212, σελ.268 - Chantraine, Pierre (1933). La formation des noms en grec ancien. Paris.
Πηγές
- λέων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λέων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.