δράκαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δράκαινα | οι | δράκαινες |
| γενική | της | δράκαινας | των | δρακαινών |
| αιτιατική | τη | δράκαινα | τις | δράκαινες |
| κλητική | δράκαινα | δράκαινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δράκαινα (Echiichthys vipera)
Ετυμολογία
- δράκαινα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δράκαινα < αρχαία ελληνική δράκαινα (θηλυκό φίδι) (η σημασία για το ψάρι, ελληνιστική) θηλυκό του δράκων + -αινα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðɾa.ce.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρά‐και‐να
Ουσιαστικό
δράκαινα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δράκος
-
δράκαινα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
θηλυκό του δράκος
Αναφορές
- δράκαινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.