λεόντειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεόντειος | η | λεόντεια & λεόντειος |
το | λεόντειο |
| γενική | του | λεόντειου & λεοντείου |
της | λεόντειας & λεοντείου |
του | λεόντειου & λεοντείου |
| αιτιατική | τον | λεόντειο | τη | λεόντεια & λεόντειο |
το | λεόντειο |
| κλητική | λεόντειε | λεόντεια & λεόντειε |
λεόντειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεόντειοι | οι | λεόντειες & λεόντειοι |
τα | λεόντεια |
| γενική | των | λεόντειων & λεοντείων |
των | λεόντειων & λεοντείων |
των | λεόντειων & λεοντείων |
| αιτιατική | τους | λεόντειους & λεοντείους |
τις | λεόντειες & λεοντείους |
τα | λεόντεια |
| κλητική | λεόντειοι | λεόντειες & λεόντειοι |
λεόντεια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεόντειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λεόντειος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική léonin [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈon.di.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐ό‐ντει‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : λε‐όν‐τει‐ος
Επίθετο
λεόντειος, -α/-ος, -ο
Αναφορές
- λεόντειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λεόντειος | ἡ | λεοντείᾱ & λεόντειος |
τὸ | λεόντειον |
| γενική | τοῦ | λεοντείου | τῆς | λεοντείᾱς & λεοντείου |
τοῦ | λεοντείου |
| δοτική | τῷ | λεοντείῳ | τῇ | λεοντείᾳ & λεοντείῳ |
τῷ | λεοντείῳ |
| αιτιατική | τὸν | λεόντειον | τὴν | λεοντείᾱν & λεόντειον |
τὸ | λεόντειον |
| κλητική ὦ! | λεόντειε | λεοντείᾱ & λεόντειε |
λεόντειον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λεόντειοι | αἱ | λεόντειαι & λεόντειοι |
τὰ | λεόντειᾰ |
| γενική | τῶν | λεοντείων | τῶν | λεοντείων & λεοντείων |
τῶν | λεοντείων |
| δοτική | τοῖς | λεοντείοις | ταῖς | λεοντείαις & λεοντείοις |
τοῖς | λεοντείοις |
| αιτιατική | τοὺς | λεοντείους | τὰς | λεοντείᾱς & λεοντείους |
τὰ | λεόντειᾰ |
| κλητική ὦ! | λεόντειοι | λεόντειαι & λεόντειοι |
λεόντειᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεοντείω | τὼ | λεοντείᾱ & λεοντείω |
τὼ | λεοντείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | λεοντείοιν | τοῖν | λεοντείαιν & λεοντείοιν |
τοῖν | λεοντείοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεόντειος < → λείπει η ετυμολογία
- ποιητικός τύπος: λεόντιος
Πηγές
- λεόντειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.