λίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία 1
- λίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λίς αρσενικό
- επικός τύπος του λέων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 275 (275-276)
- τῶν δέ θ᾽ ὑπὸ ἰαχῆς ἐφάνη λὶς ἠϋγένειος | εἰς ὁδόν, αἶψα δὲ πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας·
- και απ᾽ την βοήν τους πύρινο στο δρόμο τους λεοντάρι | φαίνεται και όλοι αναμερούν και αφήνουν το κυνήγι·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τῶν δέ θ᾽ ὑπὸ ἰαχῆς ἐφάνη λὶς ἠϋγένειος | εἰς ὁδόν, αἶψα δὲ πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 275 (275-276)
- επικός τύπος : λῖς
Ετυμολογία 2
- λίς < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
λίς
- επικός τύπος του λισσός (μόνο στο θηλυκό γένος αντί για λισσή): λεία
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 79 (77-79)
- οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐδ᾽ ἐπιβαίη, | οὐδ᾽ εἴ οἱ χεῖρές γε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν· | πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐϊκυῖα.
- Θνητός δεν τον ανέβηκε τον βράχο, δεν μπόρεσε κανείς να τον πατήσει, | ακόμη κι αν του φύτρωναν είκοσι πόδια κι άλλα τόσα χέρια· | τόσο απότομος και λείος, λες και τον έχουν πελεκήσει.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐδ᾽ ἐπιβαίη, | οὐδ᾽ εἴ οἱ χεῖρές γε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν· | πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐϊκυῖα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 79 (77-79)
- (ως ουσιαστικό αρσενικού γένους, μόνο οι τύποι, δοτ. λιτί και αιτ. λῖτα): μαλακό, λείο ύφασμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 352 (352-353)
- ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν | ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ.
- πατόκορφα τον σκέπασαν στην κλίνην που τον θέσαν | κι ένα σινδόνι και λευκό σάβανο επάνω απλώσαν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν | ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 130 (130-131)
- αὐτὴν δ᾽ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας, | καλὸν δαιδάλεον· ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
- Ύστερα την οδήγησε σε θρόνο να καθήσει, λεπτουργημένο κι όμορφο, πάνω του απλώνοντας ύφασμα μαλακό, | και στήριγμα στα πόδια της έσυρε το σκαμνί.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὴν δ᾽ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας, | καλὸν δαιδάλεον· ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 352 (352-353)
Πηγές
- λίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.