λίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία 1

λίς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λίς αρσενικό

  • επικός τύπος: λῖς

Ετυμολογία 2

λίς < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

λίς

  1. επικός τύπος του λισσός (μόνο στο θηλυκό γένος αντί για λισσή): λεία
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 79 (77-79)
    οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐδ᾽ ἐπιβαίη, | οὐδ᾽ εἴ οἱ χεῖρές γε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν· | πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐϊκυῖα.
    Θνητός δεν τον ανέβηκε τον βράχο, δεν μπόρεσε κανείς να τον πατήσει, | ακόμη κι αν του φύτρωναν είκοσι πόδια κι άλλα τόσα χέρια· | τόσο απότομος και λείος, λες και τον έχουν πελεκήσει.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  2. (ως ουσιαστικό αρσενικού γένους, μόνο οι τύποι, δοτ. λιτί και αιτ. λῖτα): μαλακό, λείο ύφασμα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 352 (352-353)
    ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν | ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ.
    πατόκορφα τον σκέπασαν στην κλίνην που τον θέσαν | κι ένα σινδόνι και λευκό σάβανο επάνω απλώσαν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 130 (130-131)
    αὐτὴν δ᾽ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας, | καλὸν δαιδάλεον· ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
    Ύστερα την οδήγησε σε θρόνο να καθήσει, λεπτουργημένο κι όμορφο, πάνω του απλώνοντας ύφασμα μαλακό, | και στήριγμα στα πόδια της έσυρε το σκαμνί.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.