Λεοντάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Λεοντάρι | τα | Λεοντάρια |
| γενική | του | Λεονταριού & Λεονταρίου |
των | Λεονταριών & Λεονταρίων |
| αιτιατική | το | Λεοντάρι | τα | Λεοντάρια |
| κλητική | Λεοντάρι | Λεοντάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λεοντάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Λεοντάρι (για το Λεοντάρι Αρκαδίας)
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.onˈda.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λε‐ο‐ντά‐ρι
Κύριο όνομα
Λεοντάρι ουδέτερο
Συγγενικά
-
Λεοντάρι στη Βικιπαίδεια

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- Λεοντάρι < → λείπει η ετυμολογία κατά το ουσιαστικό λεοντάριν (λεοντάρι)
Παράγωγα
- Λεονταρίτης (πατριδωνυμικό, επώνυμο)
- Λεονταριώτης (πατριδωνυμικό)
Πηγές
- Λεονταρίτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.