λάβρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λάβρος η λάβρη
& λάβρα
το λάβρο
      γενική του λάβρου της λάβρης
& λάβρας
του λάβρου
    αιτιατική τον λάβρο τη λάβρη
& λάβρα
το λάβρο
     κλητική λάβρε λάβρη
& λάβρα
λάβρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λάβροι οι λάβρες τα λάβρα
      γενική των λάβρων των λάβρων των λάβρων
    αιτιατική τους λάβρους τις λάβρες τα λάβρα
     κλητική λάβροι λάβρες λάβρα
Κατηγορία όπως «λάγνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λάβρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λάβρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈla.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λάβρος

Επίθετο

λάβρος, -η/-α, -ο

  1. που χαρακτηρίζεται από σφοδρότητα και ορμητικότητα· σφοδρός, βίαιος
    ο βουλευτής επιτέθηκε λάβρος εναντίον της κυβέρνησης
  2. κάποιος που επιτίθεται άγρια και πάντοτε με λόγια

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λάβρος τὸ λάβρον
      γενική τοῦ/τῆς λάβρου τοῦ λάβρου
      δοτική τῷ/τῇ λάβρ τῷ λάβρ
    αιτιατική τὸν/τὴν λάβρον τὸ λάβρον
     κλητική ! λάβρε λάβρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λάβροι τὰ λάβρ
      γενική τῶν λάβρων τῶν λάβρων
      δοτική τοῖς/ταῖς λάβροις τοῖς λάβροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λάβρους τὰ λάβρ
     κλητική ! λάβροι λάβρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λάβρω τὼ λάβρω
      γεν-δοτ τοῖν λάβροιν τοῖν λάβροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λάβρος' < άγνωστης ετυμολογίας. Το θέμα λαβ- πιθανόν όπως στα λαβεῖν, λάζομαι [1]

Επίθετο

λάβρος, -ος, -ον

  1. λάβρος, ορμητικός
  2. βιαστικός
  3. λαίμαργος

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.