ορμητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορμητικότητα οι ορμητικότητες
      γενική της ορμητικότητας των ορμητικοτήτων
    αιτιατική την ορμητικότητα τις ορμητικότητες
     κλητική ορμητικότητα ορμητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορμητικότητα < ορμητικ(ός) + -ότητα[1]

Ουσιαστικό

ορμητικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.