σφοδρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφοδρότητα οι σφοδρότητες
      γενική της σφοδρότητας των σφοδροτήτων
    αιτιατική τη σφοδρότητα τις σφοδρότητες
     κλητική σφοδρότητα σφοδρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφοδρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφοδρότης, από την αιτιατική ενικού τὴν σφοδρότητα < σφοδρός

Προφορά

ΔΦΑ : /sfoˈðɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφοδρότητα

Ουσιαστικό

σφοδρότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σφοδρότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.