άγρια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άγρια < άγριος

Επίρρημα

άγρια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άγρια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του άγριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άγριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.