λάζομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

λάζομαι αποθετικό ρήμα επικός τύπος του λαμβάνω

  • επικός τύπος: λάζετο και ἐλάζετο: γ' ενικ. παρατ.
  • επικός τύπος: λαζοίατο: γʹ πληθ. ευκτ.
  • δωρικός τύπος: λάζεο ή λάσδεο: β' ενικ. προστακτική
  • λάζευ: β' ενικ. προστακτική
  • λάζυσθε: β' πληθ. προστακτική
  • λάζῠμαι: (απαντά σε Ομηρικούς Ύμνους, σε Ευριπίδη και Ιπποκράτη)
  • λάζυσθαι: απαρέμφατο

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.