cut
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cut | cuts |
cut (en)
- κόψιμο, τομή
- (μεταφορικά) μερίδιο
- η περικοπή, η ενέργεια του να περικόπτω μέρος ταινίας, θεατρικού έργου, γραφής κτλ.
- ↪ The article was published in its entirety and without cuts.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε ολόκληρο και χωρίς περικοπές.
- ↪ The article was published in its entirety and without cuts.
Ρήμα
| ενεστώτας | cut |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts |
| αόριστος | cut |
| παθητική μετοχή | cut |
| ενεργητική μετοχή | cutting |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
cut (en)
- κόβω
- ↪ I cut myself while shaving.
- Κόπηκα καθώς ξυριζόμουν.
- ↪ My hair has grown out again and I need to cut it.
- Μάκρυναν πάλι τα μαλλιά μου και πρέπει να τα κόψω.
- ↪ I cut myself while shaving.
Σύνθετα
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.