cut

Αγγλικά (en)

Επίθετο

cut (en)

  • κομμένος, δρεπτός
    cut flowers trade - εμπόριο δρεπτών ανθέων

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cut cuts

cut (en)

  1. κόψιμο, τομή
  2. (μεταφορικά) μερίδιο
  3. η περικοπή, η ενέργεια του να περικόπτω μέρος ταινίας, θεατρικού έργου, γραφής κτλ.
    The article was published in its entirety and without cuts.
    Το άρθρο δημοσιεύτηκε ολόκληρο και χωρίς περικοπές.

Ρήμα

ενεστώτας cut
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts
αόριστος cut
παθητική μετοχή cut
ενεργητική μετοχή cutting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

cut (en)

  • κόβω
    I cut myself while shaving.
    Κόπηκα καθώς ξυριζόμουν.
    My hair has grown out again and I need to cut it.
    Μάκρυναν πάλι τα μαλλιά μου και πρέπει να τα κόψω.

Σύνθετα

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.