κωπηλασία

Νέα ελληνικά (el)

κωπηλασία σε ποτάμι της Ινδίας
αθλήτρια κωπηλασίας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωπηλασία οι κωπηλασίες
      γενική της κωπηλασίας των κωπηλασιών
    αιτιατική την κωπηλασία τις κωπηλασίες
     κλητική κωπηλασία κωπηλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωπηλασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωπηλασία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.pi.laˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κωπηλασία

Ουσιαστικό

κωπηλασία θηλυκό

  1. η ενέργεια του κωπηλατώ
  2. (αθλητισμός) αγώνας σκαφών που κινούνται με κουπιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.