κωπηλάτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωπηλάτισσα οι κωπηλάτισσες
      γενική της κωπηλάτισσας των κωπηλατισσών
    αιτιατική την κωπηλάτισσα τις κωπηλάτισσες
     κλητική κωπηλάτισσα κωπηλάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωπηλάτισσα < κωπηλάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

κωπηλάτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.