κωπήλατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κωπήλατος | η | κωπήλατη | το | κωπήλατο |
| γενική | του | κωπήλατου | της | κωπήλατης | του | κωπήλατου |
| αιτιατική | τον | κωπήλατο | την | κωπήλατη | το | κωπήλατο |
| κλητική | κωπήλατε | κωπήλατη | κωπήλατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κωπήλατοι | οι | κωπήλατες | τα | κωπήλατα |
| γενική | των | κωπήλατων | των | κωπήλατων | των | κωπήλατων |
| αιτιατική | τους | κωπήλατους | τις | κωπήλατες | τα | κωπήλατα |
| κλητική | κωπήλατοι | κωπήλατες | κωπήλατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κωπήλατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κωπήλατος < αρχαία ελληνική κωπηλάτης. Μορφολογικά αναλύεται σε κωπ(ίον) + -ήλατος (< ἐλαύνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈpi.la.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐πή‐λα‐τος
Συγγενικά
- κωπηλατικός
- → και δείτε τις λέξεις κωπηλατώ, κουπί και ελαύνω
Αναφορές
- κωπήλατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «κωπήλατος, -η, -ο» (λόγ.)- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κωπήλατος | τὸ | κωπήλατον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κωπηλάτου | τοῦ | κωπηλάτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κωπηλάτῳ | τῷ | κωπηλάτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κωπήλατον | τὸ | κωπήλατον | ||
| κλητική ὦ! | κωπήλατε | κωπήλατον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κωπήλατοι | τὰ | κωπήλατᾰ | ||
| γενική | τῶν | κωπηλάτων | τῶν | κωπηλάτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κωπηλάτοις | τοῖς | κωπηλάτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κωπηλάτους | τὰ | κωπήλατᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κωπήλατοι | κωπήλατᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωπηλάτω | τὼ | κωπηλάτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κωπηλάτοιν | τοῖν | κωπηλάτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κωπήλατος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κωπηλατ(έω)[1] + -ος. Μορφολογικά αναλύεται σε κωπ(ίον) + -ήλατος (< ἐλαύνω)
Συνώνυμα
Αναφορές
- s.v. «κωπηλατώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κωπήλατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.