κυμάτιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῡμᾰτιο-
ονομαστική τὸ κυμάτιον τὰ κυμάτι
      γενική τοῦ κυματίου τῶν κυματίων
      δοτική τῷ κυματί τοῖς κυματίοις
    αιτιατική τὸ κυμάτιον τὰ κυμάτι
     κλητική ! κυμάτιον κυμάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυματίω
γεν-δοτ τοῖν  κυματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυμάτιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κῦμα, κῡμᾰτ-  + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

κυμάτιον, -ου ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) κυματάκι
  2. (αρχιτεκτονική) κυμάτιο
  3. αυλάκωση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.