κυματάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυματάκι τα κυματάκια
      γενική του κυματακιού των κυματακιών
    αιτιατική το κυματάκι τα κυματάκια
     κλητική κυματάκι κυματάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυματάκι < κύμα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

κυματάκι ουδέτερο

  1. μικρό θαλάσσιο κύμα που η κορυφή του ασπρίζει
  2. η απόληξη μικρού θαλάσσιου κυματισμού στην παραλία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.