ripple

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ripple ripples

ripple (en)

  1. η ρυτίδωση (νερού), ελαφρό κυμάτισμα
  2. (συνήθως ενικός) σιγανό κύμα, ένας ήχος που σταδιακά γίνεται πιο δυνατός και μετά πάλι πιο ήσυχος
    A ripple of laughter passed through the crowd.
    Ένα σιγανό κύμα γέλιου διέτρεξε το ακροατήριο.

Ρήμα

ενεστώτας ripple
γ΄ ενικό ενεστώτα ripples
αόριστος rippled
παθητική μετοχή rippled
ενεργητική μετοχή rippling

ripple (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ρυτιδώνω, κυματίζω ελαφρά, κινούμαι ή κάνω κάτι να κινηθεί σε πολύ μικρά κύματα
    The breeze rippled the calm waters of the lake.
    Η αύρα ρυτίδωνε τα ήρεμα νερά της λίμνης.
    The wheat rippled in the breeze.
    Το σιτάρι κυμάτισε ελαφρά με τ' αεράκι.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.