επιστύλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιστύλιο τα επιστύλια
      γενική του επιστυλίου
& επιστύλιου
των επιστυλίων
    αιτιατική το επιστύλιο τα επιστύλια
     κλητική επιστύλιο επιστύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Επιστύλιο ναού Ηφαίστου

Ετυμολογία

επιστύλιο < (ελληνιστική κοινή) ἐπιστύλιον < ἐπί + στῦλος

Ουσιαστικό

επιστύλιο ουδέτερο

  • (αρχιτεκτονική) το ξύλινο ή πέτρινο δοκάρι που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τους κίονες αρχαίου κτηρίου· αποτελεί το χαμηλότερο τμήμα του θριγκού και από πάνω του βρίσκεται η ζωφόρος (στον ιωνικό ρυθμό) ή τα τρίγλυφα και οι μετόπες (στον δωρικό)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.