κυλάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κυλάω < κυλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυλῶ < αρχαία ελληνική κυλίω με βάση το συνοπτικό θέμα κυλισ- [1] με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐λά‐ω
Ρήμα
κυλάω/κυλώ, αόρ.: κύλησα, παθ.φωνή: κυλιέμαι, π.αόρ.: κυλίστηκα, μτχ.π.π.: κυλισμένος
- (αμετάβατο) κινούμαι ομαλά πάνω σε μια διαδρομή εκτελώντας περιστροφική κίνηση
- (αμετάβατο, για υγρά) κινούμαι ομαλά από ένα υψηλότερο σημείο προς ένα χαμηλότερο, ρέω
- ↪ τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του
- ↪ το ποτάμι κυλάει
- (αμετάβατο, μεταφορικά, για το χρόνο) περνώ
- ↪ τα χρόνια κυλούν
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να κυλήσει
- ※ Έπαιρνε μεγάλες πέτρες και τις κύλαγε στο γκρεμό αφηρημένα, προσπαθώντας ν' ακούσει το θόρυβο που θα 'καναν πέφτοντας στη θάλασσα. (Σωτήρης Πατατζής Νεράιδα του βυθού [διήγημα]
- → δείτε και το παθητικό κυλιέμαι
Συγγενικά
- αιμοατοκυλίζω, ματοκυλίζω
- αιματοκύλισμα
- αργοκυλάω, αργοκυλώ
- κατρακύλα
- κατρακυλάω, κατρακυλώ
- κατρακύλημα, κατρακύλισμα
- κατρακύλι
- κύλημα
- κύλισμα
- κυλισμένος (μετοχή)
- κύλιση
- κυλιστός
- ματοκυλάω, ματοκυλώ ματοκυλίζω
- αιματοκυλίω
- ανακυλίω
- αποκυλίω
- κατακυλίω
- κυλιόμενος (μετοχή)
- μετακυλίω
και από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **kʷel-
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κυλάω - κυλώ | κυλούσα - κύλαγα | θα κυλάω - κυλώ | να κυλάω - κυλώ | κυλώντας | |
| β' ενικ. | κυλάς | κυλούσες - κύλαγες | θα κυλάς | να κυλάς | κύλα - κύλαγε | |
| γ' ενικ. | κυλάει - κυλά | κυλούσε - κύλαγε | θα κυλάει - κυλά | να κυλάει - κυλά | ||
| α' πληθ. | κυλάμε - κυλούμε | κυλούσαμε - κυλάγαμε | θα κυλάμε - κυλούμε | να κυλάμε - κυλούμε | ||
| β' πληθ. | κυλάτε | κυλούσατε - κυλάγατε | θα κυλάτε | να κυλάτε | κυλάτε | |
| γ' πληθ. | κυλάν(ε) - κυλούν(ε) | κυλούσαν(ε) - κύλαγαν - κυλάγανε | θα κυλάν(ε) - κυλούν(ε) | να κυλάν(ε) - κυλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κύλησα | θα κυλήσω | να κυλήσω | κυλήσει | ||
| β' ενικ. | κύλησες | θα κυλήσεις | να κυλήσεις | κύλα - κύλησε | ||
| γ' ενικ. | κύλησε | θα κυλήσει | να κυλήσει | |||
| α' πληθ. | κυλήσαμε | θα κυλήσουμε | να κυλήσουμε | |||
| β' πληθ. | κυλήσατε | θα κυλήσετε | να κυλήσετε | κυλήστε | ||
| γ' πληθ. | κύλησαν κυλήσαν(ε) |
θα κυλήσουν(ε) | να κυλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κυλήσει | είχα κυλήσει | θα έχω κυλήσει | να έχω κυλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κυλήσει | είχες κυλήσει | θα έχεις κυλήσει | να έχεις κυλήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κυλήσει | είχε κυλήσει | θα έχει κυλήσει | να έχει κυλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κυλήσει | είχαμε κυλήσει | θα έχουμε κυλήσει | να έχουμε κυλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κυλήσει | είχατε κυλήσει | θα έχετε κυλήσει | να έχετε κυλήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κυλήσει | είχαν κυλήσει | θα έχουν κυλήσει | να έχουν κυλήσει |
| |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κυλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -κυλίω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.