κυλιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυλιστός | η | κυλιστή | το | κυλιστό |
| γενική | του | κυλιστού | της | κυλιστής | του | κυλιστού |
| αιτιατική | τον | κυλιστό | την | κυλιστή | το | κυλιστό |
| κλητική | κυλιστέ | κυλιστή | κυλιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυλιστοί | οι | κυλιστές | τα | κυλιστά |
| γενική | των | κυλιστών | των | κυλιστών | των | κυλιστών |
| αιτιατική | τους | κυλιστούς | τις | κυλιστές | τα | κυλιστά |
| κλητική | κυλιστοί | κυλιστές | κυλιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυλιστός < ελληνιστική κοινή κυλιστός
Συγγενικά
- αιματοκύλιστος
- ακύλιστα
- ακύλιστος
- αργοκύλιστος
- → δείτε τη λέξη κυλώ
Μεταφράσεις
κυλιστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.