flow
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- flow < (κληρονομημένο) μέση αγγλική flowen
Προφορά
- ΔΦΑ : /fləʊ/
- ⓘ
Ρήμα
| ενεστώτας | flow |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | flows |
| αόριστος | flowed |
| παθητική μετοχή | flowed |
| ενεργητική μετοχή | flowing |
flow (en)
- (αμετάβατο) ρέω, κυλάω, εισρέω, διαρρέω, περνάω, για υγρό, αέριο ή ηλεκτρική ενέργεια, κινείται σταθερά και συνεχώς προς μία κατεύθυνση
- ↪ Tears were flowing from her eyes.
- Δάκρυα έρρεαν από τα μάτια της.
- ↪ The Pineios flows quietly across the plain of Thessaly.
- Ο Πηνειός κυλάει ήσυχα μέσα από το Θεσσαλικό κάμπο.
- ↪ Rainwater is flowing into the basement.
- Τα νερά της βροχής εισρέουν στο υπόγειο.
- ↪ The Thames flows through London.
- Ο Τάμεσσης περνάει μέσα από το Λονδίνο.
- ↪ The Eurotas flows through the valley of Laconia.
- Ο Ευρώτας διαρρέει την κοιλάδα της Λακωνίας.
- ≈ συνώνυμα: run και stream
- ↪ Tears were flowing from her eyes.
- (αμετάβατο) συρρέω, εισρέω, για άτομα ή πράγματα, μετακινείται συνεχώς από ένα μέρος ή άτομο σε άλλο, ειδικά σε μεγάλους αριθμούς ή ποσότητες
- (αμετάβατο) συρρέω, είναι διαθέσιμο εύκολα και σε μεγάλες ποσότητες
- ↪ Money flowed into his coffers.
- Το χρήμα συνέρρεε στα χρηματοκιβώτιά του.
- ↪ Money flowed into his coffers.
Πηγές
- flow (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- flow (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 227, 265, 485, 692-695, 768, 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαρρέω, εισρέω, κυλώ, περνώ, ρέω, συρρέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.