κύλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύλιση οι κυλίσεις
      γενική της κύλισης* των κυλίσεων
    αιτιατική την κύλιση τις κυλίσεις
     κλητική κύλιση κυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύλιση < αρχαία ελληνική κύλισις

Ουσιαστικό

κύλιση θηλυκό

  1. η μετακίνηση ενός αντικειμένου πάνω σε τροχούς ή με την περιστροφή της κυλινδρικής επιφάνειάς του στο έδαφος
  2. (πληροφορική) scroll: η μετακίνηση κειμένου ή γραφικών, οριζόντια ή κάθετα στην οθόνη του υπολογιστή

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.