κυλίω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυλίω < αρχαία ελληνική κυλίω < ΙΕ ρίζα *κυλι-

Ρήμα

κυλίω Μεταφέρω ένα αντικείμενο ωθώντας το πάνω σε τροχούς ή περιστρέφοντας την κυλινδρική επιφάνειά του στο έδαφος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.