ρολάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρολάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική rollare + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoˈla.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρολάρω

Ρήμα

ρολάρω

  1. για αυτοκίνητο που κινείται χωρίς τον κινητήρα του αλλά με τη βοήθεια της ορμής του
  2. (πληροφορική) κινώ ένα κείμενο πάνω ή κάτω με τη βοήθεια του ποντικιού

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.