κυλιόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυλιόμενος | η | κυλιόμενη | το | κυλιόμενο |
| γενική | του | κυλιόμενου | της | κυλιόμενης | του | κυλιόμενου |
| αιτιατική | τον | κυλιόμενο | την | κυλιόμενη | το | κυλιόμενο |
| κλητική | κυλιόμενε | κυλιόμενη | κυλιόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυλιόμενοι | οι | κυλιόμενες | τα | κυλιόμενα |
| γενική | των | κυλιόμενων | των | κυλιόμενων | των | κυλιόμενων |
| αιτιατική | τους | κυλιόμενους | τις | κυλιόμενες | τα | κυλιόμενα |
| κλητική | κυλιόμενοι | κυλιόμενες | κυλιόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυλιόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
κυλιόμενος, -η, -ο
- που κυλιέται, που γυρνάει πάνω σε ένα σταθερό επίπεδο
- (μεταφορικά) που επαναλαμβάνεται ή μεταβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.