κυδώνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυδώνι τα κυδώνια
      γενική του κυδωνιού των κυδωνιών
    αιτιατική το κυδώνι τα κυδώνια
     κλητική κυδώνι κυδώνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το φρούτο κυδώνι
το μαλάκιο κυδώνι
γλυκό κυδώνι

Ετυμολογία

κυδώνι < μεσαιωνική ελληνική κυδώνι(ν) < ελληνιστική κοινή κυδώνιον, ουδέτερο του κυδώνιος < αρχαία ελληνική Κῠδώνιος < (Κυδωνία[1] [2]) < προελληνική [3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ˈðo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυδώνι

Ουσιαστικό

κυδώνι ουδέτερο

  1. (φρούτο) ο καρπός του φυτού κυδωνιά(Cydonia oblonga), που ανήκει στα εσπεριδοειδή
  2. (γλυκό) ένα είδος γλυκού του κουταλιού, συνήθως μαζί με λίγα αμύγδαλα
  3. (ζωολογία) το δίθυρο μαλάκιο της οικογένειας "Καρδιίδες" (Cardiidae)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. σημαντική αρχαία πόλη–κράτος στην βορειοδυτική ακτή της Κρήτης, στο σημείο όπου σήμερα είναι κτισμένη η πόλη των Χανίων. (βλ. Κυδωνία στη Βικιπαίδεια)
  2. Τη σύνδεση του κυδωνιού με την Κυδωνία ο Beekes τη θεωρεί λαϊκή ετυμολογία («by folk etymology») των αρχαίων Ελλήνων.
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.