κυδωνάτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυδωνάτο τα κυδωνάτα
      γενική του κυδωνάτου των κυδωνάτων
    αιτιατική το κυδωνάτο τα κυδωνάτα
     κλητική κυδωνάτο κυδωνάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυδωνάτο < ελληνιστική κοινή κυδωνᾶτον < αρχαία ελληνική κυδώνιος < Κυδωνία

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ðo.ˈna.to/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυδωνάτο

Ουσιαστικό

κυδωνάτο ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) γλυκό με βασικό υλικό το κυδώνι
  2. (γαστρονομία) φαγητό (με κρέας κ.λπ.) που μαγειρεύεται χρησιμοποιώντας και κυδώνι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.