Κυδώνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κυδώνης οι Κυδώνηδες
      γενική του Κυδώνη των Κυδώνηδων
    αιτιατική τον Κυδώνη τους Κυδώνηδες
     κλητική Κυδώνη Κυδώνηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κυδώνης < μεσαιωνική ελληνική Κυδώνης < κυδώνι(ν) < ελληνιστική κοινή κυδώνιον, ουδέτερο του κυδώνιος < αρχαία ελληνική Κῠδώνιος < (Κυδωνία[1] [2]) < προελληνική [3]

Κύριο όνομα

Κυδώνης αρσενικό (θηλυκό Κυδώνη)

Συγγενικά

Μεταγραφές

Σημειώσεις

  1. σημαντική αρχαία πόλη–κράτος στην βορειοδυτική ακτή της Κρήτης, στο σημείο όπου σήμερα είναι κτισμένη η πόλη των Χανίων. (βλ. Κυδωνία στη Βικιπαίδεια)
  2. Τη σύνδεση του κυδωνιού με την Κυδωνία ο Beekes τη θεωρεί λαϊκή ετυμολογία («by folk etymology») των αρχαίων Ελλήνων.
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.