παστοκύδωνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παστοκύδωνο τα παστοκύδωνα
      γενική του παστοκύδωνου των παστοκύδωνων
    αιτιατική το παστοκύδωνο τα παστοκύδωνα
     κλητική παστοκύδωνο παστοκύδωνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παστοκύδωνο < παστός + -ο- + κυδώνι + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.stoˈci.ðo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παστοκύδωνο

Ουσιαστικό

παστοκύδωνο ουδέτερο

  1. (γλυκό) γλύκισμα που φτιάχνεται με πολτοποιημένο κυδώνι και ζάχαρη
    άλλες μορφές: κυδωνόπαστο
  2. (μεταφορικά) το δώρο που προσφέρεται για παράνομες συναλλαγές ή απόκτηση εύνοιας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.