παστοκύδωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παστοκύδωνο | τα | παστοκύδωνα |
| γενική | του | παστοκύδωνου | των | παστοκύδωνων |
| αιτιατική | το | παστοκύδωνο | τα | παστοκύδωνα |
| κλητική | παστοκύδωνο | παστοκύδωνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.stoˈci.ðo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐στο‐κύ‐δω‐νο
Ουσιαστικό
παστοκύδωνο ουδέτερο
- (γλυκό) γλύκισμα που φτιάχνεται με πολτοποιημένο κυδώνι και ζάχαρη
- άλλες μορφές: κυδωνόπαστο
- (μεταφορικά) το δώρο που προσφέρεται για παράνομες συναλλαγές ή απόκτηση εύνοιας
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
παστοκύδωνο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.