κυδωνιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυδωνιά οι κυδωνιές
      γενική της κυδωνιάς των κυδωνιών
    αιτιατική την κυδωνιά τις κυδωνιές
     κλητική κυδωνιά κυδωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μία κυδωνιά.

Ετυμολογία

κυδωνιά < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ðoˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυδωνιά

Ουσιαστικό

κυδωνιά θηλυκό

  • (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο (του είδους Cydonia oblonga), με άσπρα ή ροζ άνθη, που κατάγεται από την Ασία και παράγει κίτρινους καρπούς (κυδώνια) οι οποίοι μοιάζουν στο σχήμα με το αχλάδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.