εξαπατημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαπατημένος | η | εξαπατημένη | το | εξαπατημένο |
| γενική | του | εξαπατημένου | της | εξαπατημένης | του | εξαπατημένου |
| αιτιατική | τον | εξαπατημένο | την | εξαπατημένη | το | εξαπατημένο |
| κλητική | εξαπατημένε | εξαπατημένη | εξαπατημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαπατημένοι | οι | εξαπατημένες | τα | εξαπατημένα |
| γενική | των | εξαπατημένων | των | εξαπατημένων | των | εξαπατημένων |
| αιτιατική | τους | εξαπατημένους | τις | εξαπατημένες | τα | εξαπατημένα |
| κλητική | εξαπατημένοι | εξαπατημένες | εξαπατημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαπατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαπατώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.