εκτελεσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτελεσμένος η εκτελεσμένη το εκτελεσμένο
      γενική του εκτελεσμένου της εκτελεσμένης του εκτελεσμένου
    αιτιατική τον εκτελεσμένο την εκτελεσμένη το εκτελεσμένο
     κλητική εκτελεσμένε εκτελεσμένη εκτελεσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτελεσμένοι οι εκτελεσμένες τα εκτελεσμένα
      γενική των εκτελεσμένων των εκτελεσμένων των εκτελεσμένων
    αιτιατική τους εκτελεσμένους τις εκτελεσμένες τα εκτελεσμένα
     κλητική εκτελεσμένοι εκτελεσμένες εκτελεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκτελεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτελώ, εκτελούμαι

Μετοχή

εκτελεσμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εκτελούμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.